- λεγεῶνες
- λεγεώνlegiofem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Αδριανός — I (Publius Aelius Hadrianus, Ιτάλικα, Ισπανία 76 – Ρώμη 138 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (117 38 μ.Χ.). Γεννήθηκε από Ρωμαίους γονείς, αλλά έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία. Τον πήρε τότε υπό την κηδεμονία του ο αυτοκράτορας Τραϊανός, τον οποίο… … Dictionary of Greek
Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο … Dictionary of Greek
Βεσπασιανός, Τίτος Φλάβιος — (Titus Flavius Vespasianus, Ριέτι 9 μ.Χ. – Κουτίλια 79 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (69 79 μ.Χ.). Προερχόμενος από ταπεινή οικογένεια Σαβίνων, κατόρθωσε, χάρη στις εξαιρετικές του ικανότητες, να περάσει από όλες τις βαθμίδες της κρατικής ιεραρχίας … Dictionary of Greek
μαρίνος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανατόμος (τέλη 2ου – αρχές 1ου αι. π.Χ.). Άκμασε γύρω στο 90 π.Χ. και υπήρξε δάσκαλος του εμπειρικού Κόιντου. Ο Γαληνός τον αποκαλούσε επανορθωτή της ανατομίας. Στον Μ. αποδίδονται οι τίτλοι 20 βιβλίων σχετικών με… … Dictionary of Greek
νέρων — (Claudius Caesar Drusus Germanicus Nero, Άντιον 37 – Ρώμη 68). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Γιος του Δομιτίου Αενοβάρβου και της Αγριππίνας της Νεότερης και ανιψιός του Καλιγούλα, ανέβηκε στον θρόνο το 54 μ.Χ., μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Κλαυδίου,… … Dictionary of Greek
σπαθί — Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε δύο όπλα, το «ξίφος» και τη «σπάθη», που ουσιαστικά συγχέονται μεταξύ τους γι’ αυτό και δεν υπάρχει μεταξύ τους σαφής διάκριση. Γενικά «ξίφη» λέγονται εκείνα που είναι τροχισμένα και από τις δύο κόψεις και… … Dictionary of Greek
τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
όναγρος — I Ονομαζόταν και σκορπιός. Πολεμική μηχανή, είδος καταπέλτη. Οι αρχαίοι Έλληνες, τις μηχανές του είδους, τις ονόμαζαν αφετήρια. Ο ό. εκσφενδόνιζε πέτρες και ήταν ξύλινος με μηχανισμό κατάλληλο από τένοντες ζώων και σκοινιά, ώστε να λειτουργεί σαν … Dictionary of Greek